- ημερήσιος
- Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα.
η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή ακριβέστερα στη διάρκεια μιας αστρικής ημέρας (23ω, 56λ, 4δ). Η κίνηση αυτή είναι φαινόμενη και οφείλεται στην περιστροφή της Γης από Δ προς Α. Εξαιτίας του φαινομένου της η. κίνησης του ουρανού οι αστέρες ανατέλλουν και δύουν και γενικά στρέφονται κυκλικά γύρω από τον πόλο του ουρανού που παραμένει ακίνητος.
η. τόξο ενός αστέρα.Τo τόξο που διαγράφει ένας αστέρας πάνω από τον ορίζοντα εξαιτίας της η. κίνησης του ουρανού. Το μήκος του τόξου αυτού εξαρτάται από το πλάτος του τόπου. Για παράδειγμα, στον ισημερινό το η. τόξο είναι ημιπεριφέρεια κάθετη στον ορίζοντα, στους πόλους είναι ολόκληρη περιφέρεια παράλληλη προς τον ορίζοντα, ενώ σε ένα ενδιάμεσο πλάτος το τόξο έχει κλίση σε σχέση με τον ορίζοντα και μάλιστα είναι τόσο μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλισή του. Ο αστέρας είναι αειφανής, όταν η απόκλισή του ισούται με το συμπλήρωμα του πλάτους και τότε διαγράφει πλήρη κύκλο γύρω από τον πόλο.
* * *-α, -ο (AM ἡμερήσιος, -ία, -ιον, Α και ἡμερήσιος, -ον, δωρ. τ. ἁμερήσιος, -ία και ίη, -ιον)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημέρα, αυτός που συμβαίνει κατά την ημέρα («ἡμερήσιον φάος», Αισχύλ.)2. αυτός που διαρκεί μία μέρα (α. «ημερήσια εκδρομή» β. ημερήσιος λόγος», Ισοκρ.)3. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός (α. «ημερήσια έξοδα» β. «πεντακοσίους γράφει στίχους ἡμερησίους», Διογ. Λαέρ.)νεοελλ.1. (για έντυπο) αυτός που εκδίδεται κάθε μέρα, αυτός που εμφανίζεται σε καθημερινές εκδόσεις («ημερήσιος τύπος» — οι εφημερίδες που εκδίδονται κάθε μέρα, σε αντιδιαστολή προς τον περιοδικό τύπο)2. αυτός που προορίζεται για μία μέρα3. φρ. α) στρ. «ημερήσια διαταγή» i) βιβλίο που τηρείται από κάθε επιτελείο ή άλλη στρατιωτική μονάδαii) κάθε γενική εγκύκλιος προς το στράτευμα τών διοικητών τών μεγάλων μονάδων ή τών αρχηγών τών επιτελείων η οποία είναι καταχωρισμένη στο βιβλίο τής ημερήσιας διάταξης τής μονάδας ή τού επιτελείουβ) «ημερήσια διάταξη» — το πρόγραμμα τών θεμάτων που συζητούνται σε μια συνεδρίαγ) «ημερήσιοι κύκλοι» — κύκλοι παράλληλοι προς τον ουράνιο ισημερινό που είναι οι φαινόμενες ημερήσιες διαδρομές τών ουράνιων σωμάτων, δ) «ημερήσια κίνηση» — η φαινομένη καθημερινή κίνηση τής ουράνιας σφαίρας από τα ανατολικά προς τα δυτικά, η οποία οφείλεται στην περιστροφή τής Γης γύρω από τον άξονά της από τα δυτικά προς τα ανατολικάε) (μετεωρ.) «ημερήσια μεταβολή» — μεταβολή τών κλιματικών στοιχείων μέσα σε χρονική περίοδο εικοσιτεσσάρων ωρώνστ) (μετεωρ.) «ημερήσια πορεία θερμοκρασίας» — μέση μεταβολή τής θερμοκρασίας τού αέρα κοντά στο έδαφος που αναφέρεται σε χρονική περίοδο εικοσιτεσσάρων ωρών, η οποία συνήθως θεωρείται ότι αρχίζει στις 12 μ.μ.αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. το ημερήσιονμισθός για μια ημέρα, το ημερομίσθιο2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμερησίαβιβλίο στο οποίο αναγράφονταν ημερήσια συμβάντα, ημερολόγιο3. φρ. «ἡμερήσιον μνημόσυνον» — ημερολόγιο.επίρρ...ημερησίως (AM ἡμερησίως)καθημερινά, κάθε μέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + -ήσιος*, πρβλ. βουν-ήσιος, ετ-ήσιος].
Dictionary of Greek. 2013.